- παπούτσωμα
- το [παπουτσώνω]1. εφοδιασμός με υποδήματα2. το φόρεμα τών παπουτσιών, πόδεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παπούτσωμα — το ο εφοδιασμός με παπούτσια, το πόδεμα: Κάθε τόσο θέλουν παπούτσωμα τα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπόδηση — υπόδηση, η και υπόδεση, η 1. το να φορεί κανείς τα παπούτσια του, το βάλσιμο των παπουτσιών, η ποδεσιά, το παπούτσωμα. 2. τα ίδια τα υποδήματα, τα παπούτσια και ό, τι σχετίζεται με αυτά: Είδη χειμερινής υπόδησης. 3. σκοινιά ή καλώδια που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)